- Αἰθιοπικῆς
- ΑἰθιοπικόςBurnt-facefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰθιοπικῆς — Αἰθιοπικός Burnt face fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ναβούς — ναβοῡς, ὁ (Α) καμηλοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. αιθιοπικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
ράς — ο, Ν 1. κεφαλή, ηγεμόνας ή φύλαρχος στην Αιθιοπία 2. (στην Αιθιοπία) τιμητικός τίτλος που προηγείται τού κύριου ονόματος, όπως λ.χ. Ρας Τάφαρι, Ρας Αμπέμπε. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιθιοπικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
τρωγλοδύτις — ιδος, ἡ, Α τρωγλῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρωγλοδύτης* + κατάλ. ις, ιδος. Πρόκειται για είδος μύρου αιθιοπικής προέλευσης (βλ. και λ. τρωγλῖτις)] … Dictionary of Greek
αιθιοπική φυλή — Ανθρώπινη φυλή των υποτροπικών, που προήλθε από αρχαίες επιμειξίες ευρωπιδών με στοιχεία της μαύρης φυλής. Η α.φ. κατέχει κυρίως το αιθιοπικό οροπέδιο, την Ερυθραία και τη Σομαλία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καθαρό όριο ανάμεσα σε αυτήν και στους… … Dictionary of Greek
Αντίς Αμπέμπα — (Addis Abeba). Πόλη (2.639.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Αιθιοπίας. Η ανάπτυξή της είναι πρόσφατη· όταν το 1896 o Μενελίκ την όρισε πρωτεύουσα, δεν ήταν παρά ένα μικρό χωριό στην εύφορη περιοχή Σιοά, στην καρδιά του αιθιοπικού οροπεδίου.… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek